- επικουφισμός
- ἐπικουφισμός, ὁ (Α) [επικουφίζω]1. ελάφρυνση, ανακούφιση2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικουφισμός — relief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικουφισμόν — ἐπικουφισμός relief masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)